- κορυμβόομαι
- κορυμβό-ομαι, [voice] Pass.,A to be formed into a
κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62
J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκορυμβωμένην — κορυμβόομαι to be formed into a perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)